- εμπρησμός
- ο1. πυρπόληση πράγματος.2. η πυρκαγιά που προκαλείται εκούσια, από την οποία μπορεί να κινδυνέψουν ξένα πράγματα ή άνθρωποι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐμπρησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρησμός — ο (AM ἐμπρησμός) νεοελλ. εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος») αρχ. μσν. πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση … Dictionary of Greek
ἐμπρησμοῖς — ἐμπρησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοί — ἐμπρησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοῦ — ἐμπρησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμούς — ἐμπρησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῶν — ἐμπρησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῷ — ἐμπρησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμόν — ἐμπρησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» … Dictionary of Greek